προσκατακτώμαι

προσκατακτώμαι
-άομαι, Α 1. κατακτώ, κυριεύω επί πλέον («προσκατακτωμένους πολλὴν τῆς ὁμόρου χώρας», Διόδ.)
2. παραγγέλω κατασκευή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + κατακτῶμαι «καταλαμβάνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κτώμαι — άομαι (AM κτῶμαι, άομαι, Α ιων. τ. κτέομαι) 1. (ως μέσ.) παίρνω κάτι στην κατοχή μου, πορίζομαι, γίνομαι κύριος, αποκτώ (α. «κτήσεται δ ἄνευ δορὸς αὐτόν τε καὶ γῆν», Αισχύλ. β. «πολλάκις δοκεῑ τὸ φυλάξαι τ άγαθά τοῡ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”